- καθεύδοντας
- спящих
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
καθεύδοντας — καθεύδω lie down to sleep pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)